Ὑακίνθιος

Ὑακίνθιος
Ὑακίνθιος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Υακίνθιος — και κρητ. τ. Βακίνθιος και Fακίνθιος, ὁ, Α [Ὑάκινθος] 1. (στη Ρόδο και στη Θήρα) ονομασία τού μήνα Εκατομβαιώνος* 2. ονομασία μήνα σε διάφορες δωρικές περιοχές …   Dictionary of Greek

  • Ὑακινθίοις — Ὑακίνθια neut dat pl Ὑακίνθιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑακινθίων — Ὑακίνθια neut gen pl Ὑακίνθιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”